τσιβί

τσιβί
το, Ν
(διαλ. τ.)
1. ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι
2. σφήνα, γόμφος
3. φρ. «τού μπήκε το τσιβί»
i) αναγκάστηκε, υποχρεώθηκε
ii) είναι ανυπόμονος·
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσιβί — το (λ. τουρκ.), ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δίκτη — Οροσειρά (υψηλότερη κορυφή 2.148 μ.) της Κρήτης. Εκτείνεται σε μήκος 9 10 χλμ. και πλάτος 5 6 χλμ. και έχει σχήμα πετάλου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και περικλείει την υψηλή καρστική λεκάνη, το εύφορο και πυκνοκατοικημένο οροπέδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”